θαμπ|ός <-ή, -ό> [θamˈbɔs] ΕΠΊΘ
1. θαμπός (όχι διαυγής):
- θαμπός
-
2. θαμπός (που δε γυαλίζει, φως):
- θαμπός
-
3. θαμπός (τζάμι: θολό από υγρασία):
- θαμπός
-
4. θαμπός (που δε διακρίνεται καλά):
- θαμπός
-
5. θαμπός (φωτογραφία):
- θαμπός
-
θάμπος SUBST
- θάμπος ουδ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.