biss [bɪs]
biss απλ παρελθ von beißen
I. beißen <beißt, biss, gebissen> [ˈbaɪsən] VERB μεταβ/αμετάβ (zubeißen)
II. beißen <beißt, biss, gebissen> [ˈbaɪsən] VERB αμετάβ (Geruch, Geschmack)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.