I. δαγκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðaŋˈgɔnɔ], δαγκά|νω [ðaŋˈganɔ] <-σα, -στηκα [ή -θηκα], -μένος> VERB μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.