Angebot <-(e)s, -e> SUBST ουδ
1. Angebot (Kaufangebot):
- Angebot
- προσφορά θηλ
- freiwilliges Angebot
-
- gleich bleibendes Angebot
-
- reichliches Angebot
-
- verbindliches Angebot
-
- ein Angebot unterbreiten
-
2. Angebot (Vorschlag):
- Angebot
- πρόταση θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.