προσφορά [prɔsfɔˈra] SUBST θηλ
1. προσφορά:
- προσφορά
- Angebot ουδ
- αυθόρμητη προσφορά
-
- ειδική προσφορά
- Sonderangebot ουδ
- εικονική προσφορά ΟΙΚΟΝ
- Scheinangebot ουδ
- ελκυστική προσφορά
-
- εναλλακτική προσφορά
-
- εναλλακτική προσφορά
-
- προσφορά εξαγοράς ΟΙΚΟΝ
- Übernahmeangebot ουδ
- προσφορά εργασίας
- Arbeitsangebot ουδ
- προσφορά εργασίας
- Jobangebot ουδ
- προσφορά κεφαλαίων
- Kapitalangebot ουδ
- προσφορά τιμής
- Preisangebot ουδ
- υπερβολική προσφορά ΟΙΚΟΝ
- Überangebot ουδ
- υπερβολική προσφορά ΟΙΚΟΝ
- Angebotsüberhang αρσ
- υπερβολική προσφορά κρασιού
-
- προσφορά υπηρεσιών
-
- ελαστική προσφορά ΟΙΚΟΝ
-
-
- Angebotsannahme θηλ
-
- Angebotskurve θηλ
- συνολική προσφορά
- Gesamtangebot ουδ
2. προσφορά (ειδικά σε πλειστηριασμό):
- προσφορά
- Gebot ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- προσφορά θηλ αποζημίωσης
- προσφορά θηλ τιμής
- Preisangebot ουδ
- προσφορά θηλ κεφαλαίων
- Kapitalangebot ουδ
- προσφορά θηλ εργασίας
- Arbeitsangebot ουδ
- προσφορά κεφαλαίων
- Kapitalangebot ουδ