vielgescholtenπαλαιότ ΕΠΊΘ
vielgescholten → schelten 3
I. schelten <schilt, schalt, gescholten> [ˈʃɛltən] τυπικ ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.