ungewissΜΟ ΕΠΊΘ
1. ungewiss (offen):
3. ungewiss (unklar):
- jdn über etw αιτ im Ungewissen lassen
-
- etw im Ungewissen lassen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.