I. freihändig [-hɛndɪç] ΕΠΊΘ
II. freihändig [-hɛndɪç] ΕΠΊΡΡ
1. freihändig:
- freihändig zeichnen
-
- freihändig Rad fahren
-
2. freihändig ΟΙΚΟΝ:
- freihändig verkaufen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.