I. glatt <-er [o. glätter], -este [o. glätteste]> [glat] ΕΠΊΘ
2. glatt (nicht rau):
- glatt Haut, Stoff, Oberfläche
-
6. glatt προσδιορ οικ (eindeutig):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.