Existenz <-, -en> [ɛksɪsˈtɛnts] ΟΥΣ θηλ
1. Existenz χωρίς πλ (das Existieren):
3. Existenz (Lebensgrundlage):
-  Existenz
 -  
 
4. Existenz μειωτ (Mensch):
-  eine gescheiterte [o. verkrachte οικ] Existenz
 -  
 
-  eine gescheiterte [o. verkrachte οικ] Existenz
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.