στο λεξικό PONS
un·er·schlos·sen [ˈʊnɛɐ̯ʃlɔsn̩] ΕΠΊΘ
1. unerschlossen ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
- unerschlossen Gebiet
-
2. unerschlossen ΟΙΚΟΝ:
- unerschlossen Markt
-
3. unerschlossen ΓΕΩΛ:
- unerschlossen Bodenschätze
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.