so·zi·a·lis·tisch [zotsi̯aˈlɪstɪʃ] ΕΠΊΘ
1. sozialistisch (Sozialismus betreffend):
-
- leftist a. μειωτ
2. sozialistisch A (sozialdemokratisch):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.