

- Libero
- sweeper
- Libero
- libero σπάνιο ειδικ ορολ
- actio libera in causa
- criminal responsibility as a result of knowingly bringing about a condition of alcoholic incapacity in order to commit an offence


- libero ΠΟΔΌΣΦ
- Libero αρσ
- sweeper
- Libero αρσ <-s, -s>
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.