στο λεξικό PONS
leis·tungs·stark ΕΠΊΘ
1. leistungsstark (große Produktionskapazität besitzend):
2. leistungsstark ΑΥΤΟΚ, ΗΛΕΚ, ΤΕΧΝΟΛ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
leistungsstark ΕΠΊΘ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.