I. kon·tro·vers [kɔntroˈvɛrs] ΕΠΊΘ τυπικ
1. kontrovers (gegensätzlich):
2. kontrovers (umstritten):
II. kon·tro·vers [kɔntroˈvɛrs] ΕΠΊΡΡ τυπικ
kontrovers ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.