στο λεξικό PONS
in·ad·äquat [ˈɪnʔadɛkva:t] ΕΠΊΘ τυπικ
- inadäquat
-
-
- inadäquat
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inadäquat ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- inadäquat (nicht angemessen oder ausreichend)
-
-
- inadäquat
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.