I. ge·fühl·voll ΕΠΊΘ (empfindsam)
II. ge·fühl·voll ΕΠΊΡΡ
- to sentimentalize sth
- etw gefühlvoll darstellen
-
- gefühlvoll a. μειωτ
-
- gefühlvolle Liebesgeschichte
- sentimental mood, person
-
- emotional voice
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.