I. fle·hent·lich [ˈfle:əntlɪç] ΕΠΊΘ τυπικ
II. fle·hent·lich [ˈfle:əntlɪç] ΕΠΊΡΡ
- to glance at sb imploringly
- jdn flehentlich ansehen
-
- flehentlich τυπικ
-
- flehentliche Bitte
-
- flehentlich τυπικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.