I. ent·eig·net ΡΉΜΑ
enteignet μετ παρακειμ: enteignen
II. ent·eig·net ΕΠΊΘ
enteignet Grundstück:
- enteignet
-
ent·eig·nen* ΡΉΜΑ μεταβ ΝΟΜ
ent·eig·nen* ΡΉΜΑ μεταβ ΝΟΜ
-
- enteignet
- to expropriate sth
- etw enteignen
- to expropriate sb
- jdn enteignen
- to expropriate sb from sth
- jds etw enteignen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.