I. asth·ma·tisch [astˈma:tɪʃ] ΕΠΊΘ
1. asthmatisch (durch Asthma ausgelöst):
2. asthmatisch (an Asthma leidend):
- asthmatisch
-
II. asth·ma·tisch [astˈma:tɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- asthmatisch
-
-
- asthmatisch
-
- asthmatisch
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.