I. ab·fäl·lig ΕΠΊΘ
II. ab·fäl·lig ΕΠΊΡΡ (in abfälliger Weise)
- abfällig
-
-
- abfällig
-
- abfällig
-
- abfällig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.