στο λεξικό PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Verkehrsstrom
- bevorrechtigter Verkehrsstrom ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
- Fahrt zur Arbeit gegen den hauptsächlichen Verkehrsstrom ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
- untergeordneter wartepflichtiger Verkehrsstrom ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
- untergeordneter wartepflichtiger Verkehrsstrom ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.