στο λεξικό PONS
be·vor·rech·tigt [bəˈfo:ɐ̯rɛçtɪçt] ΕΠΊΘ (privilegiert)
Be·vor·rech·tig·te(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΝΟΜ
-
- bevorrechtigter Gläubiger
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- bevorrechtigter Verkehrsstrom ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
-
-
- bevorrechtigter Verkehrsstrom
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.