στο λεξικό PONS
Ver·güns·ti·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Vergünstigung (finanzieller Vorteil):
2. Vergünstigung (Ermäßigung):
- Vergünstigung
-
- Vergünstigung
-
-
- Vergünstigung θηλ <-, -en>
-
- Vergünstigung θηλ <-, -en>
-
- Vergünstigung θηλ <-, -en>
-
- Vergünstigung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- soziale/steuerliche Vergünstigung