Un·ter·su·chungs·be·am·te(r) <-n, -n; -, -nen> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ, Un·ter·su·chungs·be·am·tin ΟΥΣ θηλ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΝΟΜ
- Untersuchungsbeamte(r)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.