στο λεξικό PONS
Un·be·weg·lich·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Unbeweglichkeit (sich nicht bewegen lassen):
- Unbeweglichkeit
-
- Unbeweglichkeit
-
2. Unbeweglichkeit (Starre des Gesichtsausdrucks):
- Unbeweglichkeit
-
3. Unbeweglichkeit (unbeweglicher Zustand):
- Unbeweglichkeit
-
-
- Unbeweglichkeit θηλ <->
-
- Unbeweglichkeit θηλ <->
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Unbeweglichkeit des Industriestandorts
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.