στο λεξικό PONS
Se·di·ment <-[e]s, -e> [zediˈmɛnt] ΟΥΣ ουδ
1. Sediment ΓΕΩΛ:
- Sediment
- sediment
2. Sediment ΧΗΜ:
- Sediment
-
- sediment
- Sediment ουδ <-(e)s, -e>
-
- Sediment-
- precipitate ΓΕΩΛ, ΙΑΤΡ
- Sediment ουδ <-(e)s, -e> ειδικ ορολ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- Sediment
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- feinkörniges Sediment
-
- grobkörniges Sediment
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.