στο λεξικό PONS
Pros·ti·tu·ier·te(r) [prostituˈi:ɐ̯tə, -tɐ] ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ τυπικ
pros·ti·tu·ie·ren* [prostituˈi:rən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
pros·ti·tu·ie·ren* [prostituˈi:rən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Prospektzusteller
- Prospektzwang
- prosperieren
- Prosperität
- prost
- Prostituierte Prostituierter
- Prostitution
- Prosument
- prot.
- Protactinium
- Protagonist