στο λεξικό PONS
Kom·mis·si·o·när(in) <-s, -e> [kɔmɪsi̯oˈnɛɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Kommissionär(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kommissionär ΟΥΣ αρσ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Kommissionär
-
-
- Kommissionär αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.