στο λεξικό PONS
Har·mo·ni·sie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Harmonisierung
-
- Harmonisierung der Rechtsvorschriften
-
-
- Harmonisierung θηλ <-, -en> ειδικ ορολ
- harmonization of a system
- Harmonisierung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Harmonisierung ΟΥΣ θηλ CTRL
- Harmonisierung
-
- Harmonisierung
-
-
- Harmonisierung θηλ
- harmonization CTRL
- Harmonisierung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Harmonisierung der Rechtsvorschriften