στο λεξικό PONS
Groß·in·dus·tri·el·le(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ)
groß·in·dus·tri·ell ΕΠΊΘ ΕΜΠΌΡ
groß·in·dus·tri·ell ΕΠΊΘ ΕΜΠΌΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Großhändler
- Großhandlung
- großherzig
- Großherzigkeit
- Großherzog
- Großindustrielle Großindustrieller
- Großinquisitor
- Großinvestition
- Großinvestor
- Grossist
- großkalibrig