στο λεξικό PONS
Ein·be·ru·fe·ne(r) <-n, -n; -n, -n> ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ ΣΤΡΑΤ
- jdn einberufen
-
- etw einberufen
-
ein|be·ru·fen* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ
1. einberufen (zusammentreten lassen):
- etw einberufen
-
2. einberufen ΣΤΡΑΤ:
- jdn einberufen
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.