στο λεξικό PONS
At·trak·ti·vi·tät <-, -en> [atraktiviˈtɛ:t] ΟΥΣ θηλ kein πλ
- Attraktivität
- attractiveness no πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Attraktivität ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Attraktivität
-
-
- Attraktivität θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
- attractiveness ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, ΔΗΜΟΣΚ, public transport
- Attraktivität (Verkehrsmittel)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.