στο λεξικό PONS
Ar·beits·kampf <-(e)s, -kämpfe> ΟΥΣ αρσ
- Arbeitskampf
-
-
- Arbeitskampf αρσ <-(e)s, -kämpfe>
-
- Arbeitskampf αρσ <-(e)s, -kämpfe>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Arbeitskampf ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Arbeitskampf αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.