στο λεξικό PONS
An·wart·schafts·recht <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- bedingtes Anwartschaftsrecht
- unentziehbares Anwartschaftsrecht
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- anwandeln
- Anwandlung
- anwärmen
- Anwärter
- Anwärterbezüge
- Anwartschaftsrecht
- Anwartschaftszeit
- anwatscheln
- anweisen
- Anweisung
- anwendbar