verbal(e) <-aux> [vɛʀbal, o] ΕΠΊΘ
procès-verbal <procès-verbaux> [pʀɔsɛvɛʀbal, o] ΟΥΣ αρσ
1. procès-verbal (contravention):
3. procès-verbal ΝΟΜ:
II. procès-verbal <procès-verbaux> [pʀɔsɛvɛʀbal, o]
- procès-verbal de perquisition
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.