théâtral(e) <-aux> [teɑtʀal, o] ΕΠΊΘ
1. théâtral (dramatique):
- théâtral(e)
-
- art théâtral
- Bühnenkunst θηλ
- succès théâtral
- Bühnenerfolg αρσ
- travail théâtral
- Theaterarbeit θηλ
2. théâtral (qui est caractéristique du théâtre, outré):
- théâtral(e) effet, geste
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.