biologique [bjɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
1. biologique (relatif à la biologie):
2. biologique (naturel, écologique):
3. biologique (utilisant des organismes vivants):
écologique [ekɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
géologique [ʒeɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
néologique [neɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
œnologique [enɔlɔʒik] ΕΠΊΘ
-
- önologisch ειδικ ορολ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- roiller
- Rois mages
- Roi-Soleil
- roitelet
- rôle
- rologiques
- rom
- romain
- romaine
- roman
- romance