I. paysan(ne) [peizɑ͂, an] ΕΠΊΘ
1. paysan (agricole):
3. paysan ΜΑΓΕΙΡ:
4. paysan μειωτ (rustre):
- paysan(ne) air, manières
- ungehobelt pej
II. paysan(ne) [peizɑ͂, an] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. paysan:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.