rigueur [ʀigœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. rigueur (sévérité):
2. rigueur (austérité):
3. rigueur (précision):
- rigueur
-
- rigueur d'une analyse
- Gründlichkeit θηλ
- rigueur d'une logique, méthode
- Strenge θηλ
- rigueur d'un raisonnement
- Stichhaltigkeit θηλ
- rigueur d'un style
-
4. rigueur (épreuve):
rigueur ΟΥΣ
- rigueur (la façon d'être discipliné) θηλ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.