I. réfugié(e) a. μειωτ [ʀefyʒje] ΕΠΊΘ
II. réfugié(e) a. μειωτ [ʀefyʒje] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- réfugié(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.