quotidien [kɔtidjɛ͂] ΟΥΣ αρσ
1. quotidien (journal):
- quotidien
- Tageszeitung θηλ
quotidien(ne) [kɔtidjɛ͂, jɛn] ΕΠΊΘ
1. quotidien (journalier):
2. quotidien:
- quotidien(ne) vie, existence
-
- quotidien(ne) incident
-
- quotidien(ne) incident
-
quotidien
- au quotidien
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.