paysagé(e) [peizaʒe] ΕΠΊΘ, paysager (-ère) [peizaʒe, -ɛʀ] ΕΠΊΘ
- paysagé(e) parc
-
- jardin paysagé
-
paysage [peizaʒ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.