gordien [gɔʀdjɛ͂] ΕΠΊΘ
- gordien
-
nœud [nø] ΟΥΣ αρσ
1. nœud:
2. nœud ΝΑΥΣ, ΑΛΙΕΊΑ:
- nœud de tonneau [ou d'aboutage universel]
- Blutsknoten ειδικ ορολ
-
- Stopperknoten ειδικ ορολ
-
- Altweiberknoten ειδικ ορολ
5. nœud (point essentiel):
- nœud d'un débat
-
6. nœud (carrefour):
9. nœud:
- nœud ΗΛΕΚ
- Knotenpunkt αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.