finition [finisjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. finition (action):
- finition d'un meuble
- Fertigstellung θηλ
- finition d'une œuvre d'art
-
- finition d'une œuvre d'art
- Endbearbeitung θηλ
- finition ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
-
-
- etw nachbearbeiten
2. finition (résultat):
- finition
- Verarbeitung θηλ
3. finition συνήθ πλ ΟΙΚΟΔ:
- finition
- Feinarbeiten Pl
finition θηλ (d’un ouvrage)
- finition
-
finition ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.