finement [finmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
3. finement (astucieusement):
- finement agir
-
- finement manœuvrer
-
- finement faire remarquer, observer
-
- finement faire remarquer, observer
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.