finition [finisjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. finition (action):
- finition d'un meuble
- Fertigstellung θηλ
- finition d'une œuvre d'art
-
- finition d'une œuvre d'art
- Endbearbeitung θηλ
- finition ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ
-
-
- etw nachbearbeiten
2. finition (résultat):
-
- Verarbeitung θηλ
3. finition συνήθ πλ ΟΙΚΟΔ:
finition θηλ (d’un ouvrage)
finition ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- etw nachbearbeiten
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fines herbes
- finesse
- finette
- fini
- finir
- finitions
- finlandais
- Finlande
- finnois
- finnophone
- fiole