I. exemplaire [ɛgzɑ͂plɛʀ] ΕΠΊΘ
1. exemplaire (édifiant):
- exemplaire conduite, personne
-
- exemplaire conduite, personne
-
2. exemplaire (dissuasif):
- exemplaire châtiment
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.