I. exemplarisch [ɛksɛmˈplaːrɪʃ] ΕΠΊΘ
II. exemplarisch [ɛksɛmˈplaːrɪʃ] ΕΠΊΡΡ
- exemplarisch vormachen, zeigen, bestrafen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.