distraction [distʀaksjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. distraction sans πλ (inattention):
2. distraction (étourderie):
- distraction
- Unachtsamkeit θηλ
3. distraction sans πλ (dérivatif):
- distraction
- Abwechslung θηλ
4. distraction συνήθ πλ (passe-temps):
- distraction
- Zeitvertreib αρσ
- distraction favorite
-
distraction
- distraction
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.